- αθηροσκλήρωση
- η Ιατρ. σχηματισμός πλακών από εναπόθεση λιπών (αθηρώματα) στον έσω χιτώνα τών αρτηριών.[ΕΤΥΜΟΛ. < atherosclerosis, νεολατιν. επιστημονικός όρος, ελληνογενής < athero-(> αθήρωμα*) + -sclerosis (< σκλήρωσις (-η)].
Dictionary of Greek. 2013.